- ὑμνητήρ
- ὑμν-ητήρ, ῆρος, ὁ, = sq., AP7.19 (Leon.), Opp.H.3.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑμνητῆρ' — ὑμνητῆρα , ὑμνητήρ masc acc sg ὑμνητῆρι , ὑμνητήρ masc dat sg ὑμνητῆρε , ὑμνητήρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνητήρ — ῆρος, ό, θηλ. ὑμνήτειρα, Α υμνητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ + επίθημα τήρ / τειρα (πρβλ. τιμη τήρ)] … Dictionary of Greek
ὑμνητῆρα — ὑμνητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνητῆρες — ὑμνητήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνήτειραν — ὑμνητήρ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνήτειρα — ἡ, Α βλ. ὑμνητήρ … Dictionary of Greek
υμνητήριος — ον, Μ [ὑμνητήρ] υμνητικός … Dictionary of Greek